Η χλωρίδα της Ελλάδας είναι η πιο πλούσια της Ευρώπης και ανάμεσα στις δέκα πλουσιότερες του κόσμου. Μόνο στην Κρήτη πάνω από 80 διαφορετικά είδη άγριων χόρτων μαγειρεύονται και αντίστοιχοι αριθμοί ισχύουν σε πολλές περιοχές της χώρας.
Ασκόλυμπροι
Καρύδα
Αβρωνιά
Βρούβα
Καυκαλήθρες
Προβάσια
Σταμναγκάθι
Ζοχός
Κουφολάχανο, ικρίθρα, σφογκός, τσόχος, τσοχός, τσοχάκι (Sonchus oleraceus)
Το πιο συνηθισμένο άγριο χόρτο στα καθ’ ημάς, δεν εξαφανίστηκε από τις λαϊκές αγορές και τις αθηναϊκές κουζίνες ούτε τις εποχές της μεγάλης άρνησης της παράδοσης, όταν η ρόκα και το σπανάκι μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον μας.
Σύμφωνα με τον ποιητή Καλλίμαχο, στο πιο διάσημο επύλλιο (μικρό έπος, αφηγηματικό ποίημα που δεν ξεπερνά κάποιες εκατοντάδες σε στίχους, σε δακτυλικό εξάμετρο, με θέμα ένα απόκρυφο συμβάν από τη ζωή ενός ήρωα) της αρχαιότητας με τίτλο «Εκάλη», η ομώνυμη γερόντισσα φιλοξενεί τον Θησέα στον Μαραθώνα και για φαγητό τον τρατάρει ζοχούς (απόσπ. 250).
Τον βρίσκουμε παντού, όμως προτιμά χωράφια και κήπους με πλούσιο χώμα. Τα τρυφερά φύλλα του, που συλλέγονται από τον χειμώνα μέχρι το τέλος της άνοιξης, έχουν γλυκιά και ελάχιστα πιπεράτη γεύση, «ησυχάζοντας» έτσι την ένταση των πικρών χόρτων σε σαλάτες και πίτες.
Συμμετέχει ως βασικό συστατικό στο τσιγαρέλι (χόρτα με πατάτες και μυρωδικά στην κατσαρόλα) του Ιονίου, αλλά παραμένει σταθερά λόγω της γλύκας του η πιο αγαπημένη βραστή σαλάτα για ψητά ψάρια και κοτόπουλο.
Ωστόσο, η συχνότητα με την οποία τον συναντάμε έχει δώσει κρητικές μαντινάδες όπως το: «Αρνήθεις το βασιλικό κι αγάπησες τον τσόχο/απού φυτρώνει όπου βρει στσι πόρτες των ανθρώπω» και ενέπνευσε αλληγορικά κείμενα όπως αυτό του Γεννάδιου στο «Φυτολογικόν Λεξικόν» του (1914): «…είνε κοσμοπολίτης, απαντά πανταχού συμβιβαζόμενος και συμμορφούμενος με το έδαφος και το κλίμα πάσης γωνιάς της Γης· ομοιάζει δηλαδή προς τους ανθρώπους εκείνους οι οποίοι δεν έχουσι πατρίδα, δεν πονούσι διά την γενέτειραν αυτών γην· δουλεύουσι παν σύστημα και εις πάσαν χώραν· αρκεί να παχύνωνται, να φύωσι κάπου».
Στην Ιταλία είναι πιο γνωστός ως sivone και εκτός από σαλάτα μαγειρεύεται μαζί με άλλα άγρια, πιο πικρά χόρτα και όσπρια, σερβίρεται με ζυμαρικά, λουκάνικα και κόκκινη σάλτσα, ταιριάζει πολύ με τα φασόλια σε πολλές συνταγές.
Στο Μεξικό, όπου το όνομά του είναι quelite de leche, γίνεται σούπα και ομελέτα, ενώ οι τροφοσυλλέκτες νέας γενιάς στις ΗΠΑ φτάχνουν τουρσί με τα μπουμπούκια του δίνοντάς τους το όνομα «κάππαρη» ζοχού.
Μυρώνι
Αχάτζηκας, σκαντζίκι, σκαντσίκι, σκάνδυξ, πιρούνι, τσιλιμονιδιά (Scandix pecten veneris)
Ο κτένας της Αφροδίτης, κατά τον Θεόφραστο, θυμίζει μικρόφυλλο, πιο σγουρό μαϊντανό με πιο λεπτό μίσχο.
Έχει χαρακτηριστικό άρωμα που το κάνει να ξεχωρίζει όταν μπαίνει σε σαλάτες και πίτες. Είναι από τα χόρτα που οι τεχνίτρες-μαγείρισσες προσθέτουν νωρίς την άνοιξη στα φρικασέ των άγριων χόρτων, στα όσπρια, στα γεμιστά αρνάκια του Πάσχα και τα πιτάκια του τηγανιού και του φούρνου. Σε ένα πέστο μαϊντανού θα δώσει διαφορετική ένταση και σε μια τάρτα με τυριά θα προσθέσει φρεσκάδα.
Οι Γάλλοι το λένε peigne-de-Vénus ή cerfeuil-à-aiguillettes, που συχνά συγχέεται με το cerfeuil που δεν έχει την ίδια αρωματική δύναμη, ενώ για τους Βρετανούς έχει το όνομα shepherd’s needle.
Παπαρούνα
Κουσουνάδα, λαλές, κοκκινούδα, πετεινός (Κύπρος), χασχάσι (Πόντος), μήκων η ροϊάς (Papaver rhoeas)
Το πιο αναγνωρίσιμο και αγαπητό αγριολούλουδο της ελληνικής φύσης, που πλημμυρίζει τους αγρούς με το κόκκινο χρώμα του, έχει τη θέση του και στην κουζίνα. Παλιά με τα άνθη της παπαρούνας τα παιδιά έφτιαχναν μικροσκοπικές κούκλες, κουτσούνες τις λένε στην Κρήτη, και από εκεί πήρε το όνομα κουσουνάδα.
Η πρώτη γραπτή αναφορά στη χρήση των σπόρων της στην αρτοποιία ανατρέχει στο 600 π.Χ., σε ένα απόσπασμα του Αλκμάνα, μια πρακτική που συνεχίζεται μέχρι σήμερα και μάλιστα σε ολόκληρο τον πλανήτη. Τα τρυφερά φύλλα συλλέγονται την άνοιξη πριν από την ανθοφορία, και συμμετέχουν στο μείγμα της χορτόπιτας, σε χορτοκεφτέδες, σε βραστές σαλάτες, σε σφουγγάτο (ομελέτα).
Οι Πόντιοι σερβίρουν «τι Μάι το φαΐν», βραστό με κορκότο, ή σοταρισμένα σε βούτυρο μαζί με καβουρμά. Χρειάζονται ελάχιστο βράσιμο, όχι παραπάνω από 3-4 λεπτά και η γεύση τους είναι γλυκιά.
Δεν έχει σχέση με την οπιοφόρο παπαρούνα (Papaver somniferum), αλλά έχει καταπραϋντική δράση, γι’ αυτό και χρησιμοποιείται σε αντιβηχικά σιρόπια.
Κρίταμο
Κρίθαμο, αγκρίθαμος, αμάρανθος της θάλασσας, τσίμπαλα (Crithmum maritimum)
Μεγαλώνει στις σχισμές των βράχων και την άμμο πλάι στη θάλασσα και τα φύλλα του σε σχήμα ελιάς είναι τραγανά, παχουλά, σαν να κλείνουν μέσα τους όλη τη βραδινή δροσιά της θάλασσας. Συλλέγεται από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούλιο.
Αρωματίζει ελιές στην Κρήτη (κολυμπάδες). Στην αρχαιότητα το έτρωγαν με παρόμοιους τρόπους: «Εφθόν και ωμόν εσθιόμενον και ταριχεύεται εν άλμη», Διοσκουρίδης Ι, 129.
Τα φρέσκα φύλλα του έχουν μια αλμυρή γεύση, λόγω της υψηλής παρουσίας νατρίου, και ένα μεικτό άρωμα από μάραθο, σέλινο και άγουρη φλούδα εσπεριδοειδών, με ελαφριά πικάντικη επίγευση.
Ελαφρά ζεματισμένα με ελαιόλαδο και χυμό λεμονιού κάνουν σαλάτα περιωπής, συνοδευτική για ψάρι, ψητό ή τηγανητό. Τουρσί, σε οξάλμη, κλεισμένο σε βαζάκι, γίνεται τσιπουρομεζές κλάσης και διατηρείται για πολλούς μήνες στο ντουλάπι. Η επιστημονική του ονομασία είναι Crithmum L., αλλά στην Ιταλία έχει πολλά ονόματα όπως critmo, frangisassi ή φύκια του Αγίου Πέτρου.
Προέρχονται από τον παράκτιο βιότοπό του και συνδέονται στενά με τη ζωή των ψαράδων και επομένως με τον προστάτη τους άγιο. Συγκομίζεται από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο, έχει υψηλή περιεκτικότητα σε ανόργανα άλατα (ιδιαίτερα ασβέστιο), αντιοξειδωτικά, απαραίτητα λιπαρά οξέα και βιταμίνη C. Ειδικά για την τελευταία ιδιότητα εκτιμήθηκε πολύ από τους ναυτικούς, καθώς τους επέτρεπε να αποφεύγουν το σκορβούτο κατά τη διάρκεια των μεγάλων ταξιδιών. Στην Απουλία γίνεται τουρσί και χρησιμοποιείται όλο τον χρόνο ως συστατικό σε διάφορα πιάτα. Δεν είναι τυχαίο ότι το «κρίταμο τουρσί» είναι παρόν στον εθνικό κατάλογο των τροφίμων της Απουλίας.
Λάπαθο, αυλούκι (Πόντος) (Rumex sp. ή acetosa)
Πάνω από 200 είδη του ευδοκιμούν στις εύκρατες χώρες, οι 25 έχουν καταγραφεί στην Ελλάδα.
Τις εποχές που το λεμόνι ήταν σπάνιο και ακριβό προϊόν, η ξινή γεύση του (οφείλεται στο οξαλικό κάλιο που περιέχει) το έκανε περιζήτητο στην κουζίνα, για να σπάει τη λιπαρότητα σε παχιά κρέατα και ψάρια. Με τα φύλλα του γίνονται ντολμάδες με ρύζι και ζυμαρικά ή με πλιγούρι όπως στη Θράκη.
Ιδανικό για χορτοκαλίτσουνα στην Κρήτη, κάνει και νόστιμη ομελέτα (σφουγγάτο). Στο βιβλίο μαγειρικής του Β. Αλεξιάδη (1905) αναφέρεται συνταγή για ψάρια πλακί με ξινολάπαθα, οι Πόντιοι το ονόμαζαν χωρί χαβιάρι, δηλαδή το χαβιάρι του χωριού. Στα τρυφερά φύλλα του τυλίγονται σαρδέλες και γίνονται ψητές.
Για τη διατήρησή τους τουρσεύονται ή παστώνονται σε στρώσεις από χοντρό θαλασσινό αλάτι (Πόντος). Σε συνταγολόγια παλιά προτείνεται ακόμη και σε γλυκιές τάρτες με πορτοκάλι και κανέλα.
Στη Γαλλία και τη Βρετανία γίνεται σαλάτα, με πατάτες, με σελινόριζα, με αυγά ή σκέτο, μαγειρεύεται με κρέας και ψάρια.
Ταραξάκο
Πικραλίδα, μαρουλίδα, αγριομάρουλο, αγριοράδικο, κοφτό (Taraxacum officinale)
Με το «δόντι του λιονταριού» των Βορειοευρωπαίων (το αγγλικό dandelion είναι παραφθορά του dens leonis) τάιζε η Εκάτη τον Θησέα για 30 μέρες, ώστε να δυναμώσει και να νικήσει τον Μινώταυρο.
Μεσογειακό φυτό, έχει αγαπηθεί από πολλές χώρες και συλλέγεται νωρίς την άνοιξη. Τα τρυφερά φύλλα με τη χαρακτηριστική πικρή γεύση, όπως δηλώνει και το όνομά τους, γίνονται βραστή σαλάτα ή τρώγονται ωμά, μαγειρεύονται με κρέας και ψάρι, μπαίνουν σε πίτες και κάνουν νόστιμες ομελέτες.
Οι γείτονες Ιταλοί την προσθέτουν σε ριζότι και ζυμαρικά, οι Γάλλοι τα σερβίρουν με αυγά ποσέ και κατσικίσιο τυρί. Βρώσιμα είναι και τα άνθη, τηγανητά σε κουρκούτι, ένα είδος μεσογειακής τεμπούρα. Η ρίζα ψήνεται, αλέθεται και γίνεται ένα νόστιμο υποκατάστατο του καφέ.
Σέσκουλο
Σέσκλο, φέσκουλο, τεύτλο το κοινό, γλυκορρίζι (Beta vulgaris)
Στα φύλλα του τύλιγαν τα χέλια πριν τα ψήσουν στα κλασικά χρόνια, σύμφωνα με τον Θεόφραστο, που του δίνει το όνομα Τευτλίον το λευκόν.
Στενός συγγενής του παντζαριού, έχει μεγάλα φύλλα και χρησιμοποιείται αντί ή με σπανάκι στις μαγειρικές.
Γίνονται ντολμάδες, μαγειρεύονται μαζί με μαυρομάτικα ή λευκά φασόλια, μπαίνουν σε πίτες και γιαχνιστά χόρτα.
Σε παλιά βιβλία μαγειρικής τα συναντάμε σε συνταγές με ψάρι πλακί, μαζί με σταφίδες και μαϊντανό, στις Κυκλάδες τα μαγειρεύουν με παστό μπακαλιάρο, ενώ συμμετέχει στη γέμιση (πάτουδο) του πασχαλινού αρνιού μαζί με ρύζι, συκωταριά και μυρωδικά.
Οι πασχαλινές φεσκουλιές της Σαντορίνης ήταν ένα ψωμί ζυμωμένο με προζύμι, σέσκουλα, αυγά, χλωροτύρι και μάραθο. Η γεύση τους είναι γλυκιά και ελαφρά στυφή και συλλέγονται νωρίς την άνοιξη.
Στην Ιταλία φτιάχνουν ραβιόλια γεμιστά με σέσκουλο, μια συνταγή που έμεινε στην Τήνο από την εποχή της Ενετοκρατίας και εμπλουτίστηκε με σάλτσα ντομάτας και τηνιακή γραβιέρα.
Στην υπόλοιπη Ευρώπη το συναντάμε σε σαλάτες ωμές και βραστές ή μαγειρεμένο με ψάρι ή κρέας.
Άγριος μάραθος
Αμάραθος, μάλαθρο, φινόκιο (Επτάνησα), μάραθρο (Foeniculum vulgare)
Οι αρχαίοι Έλληνες το θεωρούσαν σύμβολο επιτυχίας, ο Ιπποκράτης και ο Διοσκουρίδης το πρότειναν για τις θεραπευτικές του ιδιότητες, ενώ οι Κινέζοι και οι Ινδοί το χρησιμοποιούσαν ως αντίδοτο σε τσιμπήματα σκορπιών και φιδιών ή για δηλητηριάσεις από μανιτάρια.
«Τα συγγενολόγια και τα φουσάτα των γυναικών, με τα καλαθάκια και τα μαχαιράκια τους, διεσπάρησαν ανά τους λόφους, κ’ έβγαζαν καυκαλήθρες και μυρώνια, κ’ έκοβαν φτέρες κι αγριομάραθα», γράφει ο Παπαδιαμάντης στο «Τ’ Αγνάντεμα».
Το φυτό που έδωσε το όνομά του στον Μαραθώνα αλλά και σε πολλά χωριά σε όλη την Ελλάδα ήταν ένα χορταρικό που έτρωγαν ωμό ή βρασμένο, ενώ τα τρυφερά κλωνιά και οι σπόροι του αρωμάτιζαν ελιές, μια συνήθεια που μέχρι σήμερα διατηρείται ζωντανή στην Κρήτη και τις Κυκλάδες.
Ήδη τον 17ο αιώνα σουπιές, χταπόδι και κουκιά μαγειρεύονταν με μάραθα, συνταγή που παραμένει αγαπητή μέχρι σήμερα στα νησιά. Μαραθόπιτες, μαλαθρόπιτες, τηγανίτες και ψευτοκεφτέδες, μαγειρευτά με κρέας και κοτόπουλο ή ψάρι παίρνουν το άρωμα του μάραθου.
Είναι απεριόριστες και αμέτρητες οι χρήσεις αυτού του μυρωδικού χόρτου, που μοιάζει και συγγενεύει με τον άνηθο, έχει όμως πιο γλυκά, πιπεράτα και σύνθετα αρώματα.
Οι σπόροι του, οι μαραθόσποροι, μπαχαρεύουν ψωμιά και αλλαντικά. Ειδικά στη Σύρο, η ιδιαίτερη ποικιλία του άγριου τοπικού μάραθου, δίνει τη μαραθιά, σπόρους με ξεχωριστό άρωμα που χρησιμοποιούνται στα λουκάνικα και τη λούζα των χοιροσφαγίων, αλλά και σε μαγειρέματα με κιμά και κρέας.
Η ρίζα του ήμερου μάραθου, το φινόκιο, ιδιαίτερα αγαπητή στην Ιταλία, έχει κυριεύσει τις σύγχρονες κουζίνες πολλών χωρών, με την πιο ήπια από εκείνη του άγριου φυτού γεύση και τα πιο μαλακά αρώματα.
Ραδίκι
Αγριοράδικο, κιχώριο, παπαδουλιά, αγκαθοράδικο, πικροράδικο (Cichorium intybus L.)
Από τα πιο διαδεδομένα χόρτα που ευδοκιμούν σε ολόκληρη την εύκρατη ζώνη, έχει πολλά βρώσιμα υποείδη, αγαπητά σε πολλές χώρες.
Από τις πιο γλυκές εκδοχές του, όπως το ιταλικό που καλλιεργείται, μέχρι τις πικρές και ιδιαίτερες, έχει ξεχωριστή θέση στις κουζίνες της Ευρώπης του Νότου. Το βρίσκουμε στους αγρούς αργά τον χειμώνα και νωρίς την άνοιξη.
Τα πολύ τρυφερά φύλλα τρώγονται και ωμά, αλλά συνήθως γίνονται βραστά και σερβίρονται με λαδολέμονο ή λαδόξιδο που μειώνει την πίκρα τους. Μία από τις πιο νόστιμες εκδοχές του είναι μαγειρεμένο με κρέας και μυρωδικά, σαν φρικασέ με κρέας ή νηστίσιμο.
Τσουκνίδα
Κιντέα (Πόντος), κνίδη, τσούχνα, κνίθα, αγκινίδα (Urtica dioica L.)
«Έβγα τσουκνίδα, έμπα μολόχα» άκουγες παλιότερα από παιδικά στόματα που είχαν αγγίξει φύλλα τσουκνίδας, που τσιμπάνε, πονάνε και προκαλούν τρομερή φαγούρα.
Η δράση αυτή οφείλεται σε κάποιες ουσίες που έχουν αποδειχθεί ιδιαίτερα θεραπευτικές κατά της αρθρίτιδας και των ρευματισμών και πράγματι τα έλαια της μολόχας ηρεμούν τα συμπτώματα.
Απαραίτητα λοιπόν τα γάντια για τη συλλογή και το καθάρισμα αυτού του χόρτου που γευστικά παραπέμπει στο σπανάκι, είναι όμως γλυκύτερο και απίστευτα νόστιμο.
Μπαίνει σε πίτες και πιτάκια, τρώγεται βραστή με λαδολέμονο ή λαδόξιδο ως σαλάτα. Γίνεται τσουκνιδοκεφτές, τσουκνιδόπιτα, οι Πόντιες νοικοκυρές φτιάχνουν μια βελουδένια σούπα με τσουκνίδα, σκόρδο και δυόσμο, την κιντεάτα, ενώ στον Τύρναβο με τσουκνίδες γίνεται το μπουρανί της Καθαράς Δευτέρας.
Στο νότιο Τιρόλο κάνουν κροκέτες με τσουκνίδα και σχοινόπρασο, στην Ιταλία ζυμαρικά με πέστο τσουκνίδας, τα gnudi (συγγενικά με τα νιόκι, με τσουκνίδα και ρικότα), στην Ινδία τη μαγειρεύουν με γλυκοπατάτα και ρεβίθια.
Ρόκα
Αζούματο (Αττική), εύζωμον, ερούκα (Eruca sativa)
Το βοτανολογικό της όνομα προέρχεται από το λατινικό ρήμα urere που σημαίνει καίω και αναφέρεται στην έντονη, καυτερή και πικάντικη γεύση της άγριας ρόκας.
Ο Κρητικός μοναχός Αγάπιος Λάνδος γράφει στο «Γεωπονικόν» του ότι η ρόκα είναι θερμή, χωνευτική, πλην όμως σκανδαλίζει τη σάρκα και προκαλεί πονοκεφάλους. Γι’ αυτό είναι καλύτερα να τρώγεται μαζί με… κατευναστικά χόρτα, όπως το μαρούλι και τα αντίδια.
Στην παλιά Αθήνα ήταν ένα από τα 40 είδη χόρτων που έμπαιναν στην πίτα προς τιμήν των Αγίων Σαράντα, στις 9 Μαρτίου.
Η δημοφιλία της στην Ελλάδα καταποντίστηκε μετά τη δεκαετία του ’50 και επανήλθε –ντυμένη με ιταλικό μοντελάκι πια– αρκετές δεκαετίες αργότερα αντικαθιστώντας κάθε άλλη πράσινη σαλάτα με τη «ρόκα – παρμεζάνα».
Οι Ιταλοί τη βάζουν σε πίτσες, κάνουν πέστο για ζυμαρικά και την προσθέτουν σε ριζότι. Στην Κρήτη και τις Κυκλάδες μπαίνει με μέτρο στις χορτόπιτες, σε φρέσκες σαλάτες και μαγειρευτά με κρέας, συνήθως αρνάκι.
Στύφνος
Aμπελουρίδα, αγριοντομάτα, βρομόχορτο, μαυρόχορτο, στρύχνος (Solanum nigrum)
Ο κηπαίος στρύχνος του Διοσκουρίδη φυτρώνει συνήθως σε ελαιώνες, περβόλια και μποστάνια ως ζιζάνιο.
Περιέχει μικρές ποσότητες σολανίνης, όμως η τοξικότητά της εξαφανίζεται μόλις βράσει.
Συλλέγεται από τον Ιούνιο μέχρι τον Σεπτέμβριο και η ελαφρά πικρή, στυφή γεύση του προσθέτει νοστιμιά σε σαλάτες ή μαγειρέματα με βλίτα, κολοκυθάκια, πατάτες και φασολάκια, μειώνοντας τη φυσική γλύκα τους.
Μποράντζα
Μποράγκο, αρμπέτα, μπουράτσινο, βορατσίνο, πο(υ)ράντζα (Borago officinalis)
«Τούτο το χόρτο ωφελεί πολύ κάθε άνθρωπον ασθενή και υγιαίνοντα, διότι καμίαν βλάβην δεν έχει· όταν το τρώγεις συχνά, γίνεσαι καλόκαρδος, και γεννά καλούς χυμούς», έγραφε ο μοναχός Αγάπιος Λάνδος ο Κρης το 1620 στο «Γεωπονικόν» του (37).
Οι αντικαταθλιπτικές της ιδιότητες ήταν γνωστές από την αρχαιότητα, γι’ αυτό και έβαζαν φύλλα και άνθη της στο κρασί πριν το πιουν, συνήθεια που διατηρείται μέχρι σήμερα σε κάποιους τόπους.
Η γεύση των φύλλων και των νεαρών βλαστών θυμίζει φρεσκοκομμένο καλοκαιρινό αγγούρι, ενώ τα βρώσιμα πανέμορφα μικρά γαλάζια άνθη της αρωματικά θυμίζουν μέλι ανθέων. Χρησιμοποιείται όπου και το σπανάκι ή μαζί του σε μαγειρέματα και σαλάτες.
Τα άνθη της στολίζουν ή ζαχαρώνονται και μπαίνουν πάνω σε γλυκά. Οι Μικρασιάτες φτιάχνουν ντολμάδες με τα μεγάλα φύλλα της, με ρύζι και μυρωδικά.
Στη γείτονα Ιταλία φτιάχνουν νιόκι, ραβιόλι και κροκέτες με τα φύλλα της, στη νότια Αφρική σούπες και σαλάτες με αγγούρι, ενώ στη Γαλλία τη σερβίρουν με ψάρια.
Κάππαρη
(Capparis spinosa & Capparis ovata)
Κατάγεται από τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή και ευρήματα δείχνουν ότι οι κάτοικοι του Σπηλαίου της Φράγχθης (7.000 π.Χ.) κάθε άλλο παρά την περιφρονούσαν.
Κάππαρη πουλούσε στην αγορά της Αθήνας η Φρύνη πριν γίνει διάσημη εταίρα και στον κατάλογο καρυκευμάτων του Αντιφάνη βρίσκεται μαζί με το σησάμι, το κύμινο, το θυμάρι, τη μαντζουράνα, το ξίδι και τις ελιές.
Από τα πιο διαδεδομένα ορεκτικά της αρχαίας ελληνικής και βυζαντινής κουζίνας, παραμένει μέχρι σήμερα χαρακτηριστικό των Κυκλάδων.
Από την κάππαρη συλλέγονται το καλοκαίρι τα φύλλα, οι τρυφεροί βλαστοί, τα μπουμπούκια και αργότερα οι καρποί, γνωστοί σαν αγγουράκια της κάππαρης. Στη φυσική τους μορφή είναι ιδιαίτερα πικρά, γι’ αυτό και πρέπει να ξεπικρίσουν με συχνά βρασίματα. Στη συνέχεια μαγειρεύονται ή αποξηραίνονται ή γίνονται τουρσί.
Η κάππαρη των Κυκλάδων, η spinosa, έχει μυτερά φύλλα και μικρά, γεμάτα, σφιχτά μπουμπούκια με έντονη γεύση θάλασσας.
Αντίθετα, η ovata, που βρίσκουμε στα τουρκικά παράλια, στην Ιταλία και τη νότια Γαλλία, έχει στρογγυλά φύλλα και μεγαλύτερα, πιο «κούφια» μπουμπούκια, με ηπιότερα αρώματα και γεύση. Στη Σαντορίνη μαγείρευαν κάππαρη γιαχνί.
Επίσης, η καππαροσαλάτα φτιάχνεται με διαφορετικό τρόπο σε κάθε κυκλαδονήσι, ενώ τα μαγικά αυτά «κουμπιά» δεν λείπουν από μαγειρέματα με ψάρι, κάνουν συντροφιά στη φάβα και τις καλοκαιρινές σαλάτες, συμμετέχουν σε κόκκινες σάλτσες για ζυμαρικά, αρτύζουν βινεγκρέτ και νοστιμίζουν όποιο φαγητό τα χρειάζεται.
Οι γείτονες Ιταλοί χρησιμοποιούν ιδιαίτερα και τα αγγουράκια της κάππαρης σε τουρσί.
Γλιστρίδα
Αντράκλα, πιρπιρίμι (Πόντος),τρέβλα, αντράχλα, χοιροβότανο, (Portulaca oleracea)
Η ανδράχνη του Θεόφραστου, η ανδράχλη του Διοσκουρίδη, περιέχει γύρω στο 95% νερό και είναι πλούσια σε βιταμίνη C, ιδανική κάποτε για την καταπολέμηση του σκορβούτου.
Είναι δροσερή, γεμάτη φρεσκάδα, κι ας τη λένε οι γεωργοί ζιζάνιο. Αν και την έχουμε συνδέσει με καλοκαιρινές σαλάτες στην ωμή της εκδοχή, μαγειρεύεται με πολλούς τρόπους.
Στη δυτική Κρήτη κάνουν ένα «τζατζίκι» με γιαούρτι και λίγο σκόρδο, στο Πήλιο τη βράζουν και σερβίρεται με σκορδαλιά.
Οι Πόντιοι τη σερβίρουν σοταρισμένη σε βούτυρο με σκόρδο μαζί με γιαούρτι, ενώ στην ανατολική και κεντρική Κρήτη μαγειρεύεται με μεγάλα ψάρια, σκόρδο και φρέσκια ντομάτα.
Γιαχνί με κοτόπουλο ή αρνί την έφεραν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες από την πατρίδα τους. Σήμερα, οι τροφοσυλλέκτες απανταχού του πλανήτη την αναζητούν, ενώ ακόμη και ο μεγάλος Ben Shewry τη σερβίρει στο εστιατόριό του Attica στην Αυστραλία.
Σαλικόρνια
Salicornia europaea (παραθαλάσσιο)
Αλόφυτο, όπως και η αλμυρίδα, φυτρώνει κοντά στη θάλασσα, έχει παχείς βλαστούς, γεμάτους νερό και ιωδιούχα θαλασσινή γεύση.
Τρώγεται ελαφρά βρασμένη ως σαλάτα δίπλα σε ψάρια και θαλασσινά ή γίνεται τουρσί. Τη συναντάμε συχνά με το όνομα «σπαράγγι της θάλασσας», αν και δεν υπάρχει συγγένεια μεταξύ των δύο φυτών.
Η τραγανή υφή της, ο λεπτός μίσχος και η θαλασσινή της γεύση την έχουν κάνει πολύ αγαπητή ως συνοδευτικό σε πιάτα με ψητά ψάρια και θαλασσινά.
Ξινήθρα
Οξαλίδα, ξινίδα, ξινοτρίφυλλο (Oxalis acetosella)
Οι Ινδιάνοι της Αμερικής τη μασούσαν για να καταπολεμήσουν τη δίψα, οι Ρόδιοι έτρωγαν τις ρίζες της σε εποχές μεγάλης φτώχειας, τις οποίες και έλεγαν φιστικάκια.
Έχει φύλλα που μοιάζουν με το τριφύλλι και η ευχάριστη όξινη γεύση της την κάνει ιδανική για σαλάτες, σούπες και σάλτσες, ενώ σε μικρές ποσότητες συμμετέχει στις χορτόπιτες.
Το όμορφο σχήμα των φύλλων της την έχει κάνει αγαπητή σε πολλούς σύγχρονους μάγειρες.
Βλίτο
Βλιταράκι, γλίστρο, γλίντρος, χοσχοράνι (Πόντος), μάραντο (Amaranthus blitum)
Από τα 50 είδη του τα 6 τα συναντάμε στην ελληνική χλωρίδα και παραμένει το πιο αγαπητό καλοκαιρινό χόρτο.
Τα αγριόβλιτα έχουν πολύ πιο συμπυκνωμένη γεύση, ελαφρά στυφή και υπόπικρη, σε αντίθεση με τα καλλιεργημένα που θα χαρακτηρίζαμε μάλλον άνοστα.
Σύμφωνα με τον Θ. Παπούλια στο «Άγρια Φαγώσιμα Χόρτα»: «Το ζουμί των φύλλων τους είναι διουρητικό και το αφέψημα των σπόρων τους δρα ως ήπιο υπακτικό. Αν πιει κανείς περισσότερο από ένα φλιτζάνι, είναι πιθανό να μειωθεί παροδικά η αντίληψή του. Από αυτό το γεγονός βγήκε το κουτόχορτο, που χαρακτηρίζει τα βλίτα και ο χαρακτηρισμός βλίτο για άνθρωπο μειωμένης αντίληψης».
Εκτός από σαλάτες, που συνήθως ενισχύονται με σκόρδο ή και ντομάτα, γίνονται τσιγαριαστά (σοταρισμένα) με κολοκύθια και αμπελοφάσουλα ή μαγειρεύονται με φασόλια μπαρμπούνια ή μπάμιες.
Συχνά στα βραστά σαλάτα προστίθεται στύφνος για να δώσει λίγη ένταση στη γεύση. Στην Αμερική ήταν αγαπητό σε φυλές όπως οι Navaho, Tewa, Zuni, Havasupai, Yuman, Apache και Pueblo.
Οι Zuni έφτιαχναν κροκέτες με σπόρους βλίτου και μαύρο καλαμπόκι που έψηναν πάνω από κατσαρόλες με νερό που έβραζε.
Φωτογραφία: Νίκος Μαστροπαύλος
Τσιτσίραυλα
Κοκκορεβιθιά, κοκκορέτσι, τσιτσιρεβιά, ανδραμιθιά (Κρήτη), τριμηθιά (Κύπρος), σμαρδάλι (Pistacia terebinthus)
Συγγενής της χιώτικης μαστίχας, πρόκειται μάλλον για την τέρμινθο την αγρία του Θεόφραστου, που χαρακτηρίστηκε ακόμη και αφροδισιακή από τον Διοσκουρίδη.
Στο Πήλιο κάνουν τουρσί με τις τρυφερές κορφές και τα βλαστάρια, για να συνοδεύουν το τσίπουρό τους, συνήθεια που συναντάμε και στο Ρέθυμνο.
Στο πηλιορείτικο τουρσί προσθέτουν σκελίδες σκόρδου και λίγο σέλινο. Η γεύση είναι αναπάντεχα ευχάριστη, με αρώματα ρετσινιού και μια εθιστική στυφάδα.
Στη δυτική Κρήτη αρωματίζουν τις αλατσολιές και τις κολυμπάδες. Οι καρποί μπαίνουν σε πίτες, ψωμιά και παξιμάδια σε νησιά των Κυκλάδων, των Δωδεκανήσων και την Κύπρο, ενώ στη Νίσυρο τους έκαναν σούπα.
Δαυκί ή άγριο καρότο (Daucus carota)
Πρόκειται για το άγριο καρότο, που συνήθως συνέλεγαν για τις θεραπευτικές τους ιδιότητες.
Στην Κρήτη και τις Κυκλάδες τα τρυφερά φύλλα και οι βολβοί ρίζες τρώγονται ως σαλάτα ή συμμετέχουν στα χόρτα για τις πίτες και τα πιτάκια του τηγανιού.
Αλμύρα
Αλμυρίδα, αλιμαθιά, αλκάλι, αλυσίβα, καλιά, θαλασσόχορτο (Salsola soda)
Αλόφυτο (ανθεκτικό στο αλάτι της θάλασσας και τα αλμυρά εδάφη) που μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα καλλιεργούσαν κυρίως στη λεκάνη της Μεσογείου για τη σόδα που έπαιρναν από αυτή μέχρι το 1794.
Σταδιακά, με τη μέθοδο Le Blanc, άρχισε να παράγεται το ανθρακικό νάτριο στο εργαστήριο και η καλλιέργεια εγκαταλείφθηκε.
Υπήρξε για αιώνες το μυστικό της καθαρότητας των κρυστάλλων Murano. Οι τρυφεροί βλαστοί της τρώγονται ωμοί ή βραστοί σε σαλάτα.
Οι Ιταλοί τη λένε barba di frate ή agretti και τη μαγειρεύουν με αυγά, ζυμαρικά, την κάνουν πίτα με τυριά, τη σερβίρουν με σολομό και θαλασσινά, στη σαλάτα προσθέτουν κελυφωτά φιστίκια.
Η καλλιέργειά της έχει ξαναρχίσει γιατί θεωρείται μεγάλη ντελικατέτσα χάρη στην αλμυρή, ιωδιούχα γεύση της και την τραγανή της υφή.
Φωτογραφίες: Νίκος Κόκκας, Λάμπρος Μέντζος
Βιβλιογραφία: Εκτός από τις πηγές που αναφέρονται αναλυτικά στα κείμενα, χρησιμοποίησα το βιβλίο «Η γλώσσα της γεύσης» της Μαριάννας Καβρουλάκη, εκδ. Άσπρη Μέρα, 2011.
πηγή :cantina.protothema.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπ' όψιν ότι:
Δεν επιτρέπονται τα Greeklish (Ελληνικά με λατινικούς χαρακτήρες).
Το σχόλιό σας θα πρέπει να είναι σχετικό με το θέμα.
Δεν επιτρέπονται οι προσωπικοί προσβλητικοί χαρακτηρισμοί.
Χρήση πολλαπλών λογαριασμών και ψευδώνυμων, που έχουν ως σκοπό να οδηγήσουν στην παραπλάνηση των συνομιλητών, δεν είναι κάτι το αποδεκτό.
Σχολιασμός με συνεχή παράθεση έτοιμων μεγάλων κειμένων («σεντόνια») άλλων ιστοσελίδων και καταιγισμό εξωτερικών συνδέσμων, δεν βοηθά στην ομαλή εξέλιξη της συζήτησης.
Με βάση τα παραπάνω, η διαχείριση διατηρεί το δικαίωμα διαγραφής, ή τροποποίησης σχολίων, που αντιβαίνουν στο περιεχόμενό τους, χωρίς καμμία άλλη προειδοποίηση και χωρίς καμμία υποχρέωση παροχής περαιτέρω εξήγησης ή διευκρίνισης. Επιπλέον, η διαχείριση διατηρεί το δικαίωμα αποκλεισμού από τις συζητήσεις, των σχολιαστών που υποτροπιάζουν.
Συνιστάται ιδιαίτερα, να σχολιάζετε αφού προηγουμένως έχετε συνδεθεί μέσω κάποιας από τις διαθέσιμες υπηρεσίες (Disqus [προτείνεται], Facebook, Twitter, Google). Έτσι, θα έχετε καλύτερο έλεγχο επί των σχολίων σας.