Ο Κούλης Στολίγκας, υπήρξε από τους πλέον αγαπητούς ηθοποιούς του θεάτρου και του κινηματογράφου της «χρυστής εποχής», διαθέτοντας ιδιαίτερο στυλ και πηγαίο χιούμορ.
΄Ηταν μοναδικός καρατερίστας, που γοήτευε και σκόρπιζε αβίαστα το γέλιο, πριν ακόμα αρθρώσει τις λέξεις του κειμένου, όπως μόνο οι μεγάλοι της Κωμωδίας, μπορούσαν να το κάνουν.Λαμπερός ηθοποιός, με κοσμοπολίτικο αέρα και χαρακτηριστική φωνή, μια από τις εξέχουσες θεατρικές παρουσίες στα δύσκολα θεατρικά είδη της Επιθεώρησης και της Οπερέτας, στα οποία γινόταν ανάρπαστος και λόγω της φωνής τενορου που διέθετε, αλλά και της ευχέρειάς του, στην κίνηση και τις κωμικές ατάκες.
Ο Στολίγκας, ήταν από τους ηθοποιούς, που έγραψαν δική τους ιστορία στο θέατρο και δυστυχώς σήμερα, δεν υπάρχουν στοιχεία που να το επιβεβαιώνουν και να μπορούν να φέρουν σε επαφή τις νέες γενιές, με το ταλέντο του. ΄Ένα μικρό μέρος των πραγματικών δυνατοτήτων του, μπορούν οι νέοι να γευτούν, μέσα από τις ταινίες.
Μεγάλη η υποκριτική του ευχέρεια, αβίαστες οι κινήσεις του, αεικίνητο το βλέμμα του, που προετοίμαζε για τις ατάκες που ακολουθούσαν και τις οποίες συνήθως εκτόξευε, σαν να μιλούσε με κλειστό το στόμα. Μοναδικός κομφερασιέ, λόγω της εμπειρίας του ατακαδόρου νουμερίστα, έδινε ζωή σ΄ένα ρόλο, που μόνο ταλαντούχοι μπορούσαν να τον κρατήσουν για να μην καταλήξει άχαρος.
Ευθυτενής και «στητός», έδινε την εικόνα του τζέντλεμαν, ανάμεσα σε λαϊκά στοιχεία, γνωρίζοντας πολύ καλά, πώς να αναβαθμίζει έναν «δεύτερο» ρόλο, σε «πρώτο».
Ο Κούλης Στολίγκας, γεννήθηκε στη Δράμα το 1909 (ή 1910). Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης Σίσκος.
Από μικρός αγαπούσε το τραγούδι, το οποίο και σπούδασε τελικά στο Ωδείο της Δράμας.
Σε ηλικία 16 ετών, εγκατέλειψε σπίτι και σχολείο και ακολούθησε ως τενόρος, ένα θεατρικό μπουλούκι. Αυτό τον προίκισε με καλή εμπειρία στο χώρο του θεάτρου και «ψήθηκε» στο σανίδι, περιηγούμενος την Ελλάδα και ζώντας ανάμεσα σε ηθοποιούς, που το θέατρο γι΄αυτούς ήταν μεράκι και η ίδια τους η ζωή.
Στη Δράμα επέστρεψε, προκειμένου να υπηρετήσει στο στρατό. Οι σχέσεις με την οικογένειά του, είχαν διαρραγεί λόγω της φυγής του, αλλά τελικά οι γονείς του πείστηκαν ότι ήταν φτειαγμένος για το θέατρο. ΄Ετσι, μετά το τέλος της στρατιωτικής του θητείας, ο πατέρας του, του έδωσε τη συγκατάθεσή του να έρθει στην Αθήνα και να ασχοληθεί με αυτό που αγαπούσε.
▓ ΚΑΡΙΕΡΑ
■ ΘΕΑΤΡΟ
Διαθέτοντας ήδη θεατρική εμπειρία, από τη συμμετοχή του σε θεατρικά μπουλούκια και προικισμένος με μια μοναδική φωνή αλλά και κωμική φλέβα, ήρθε στην Αθήνα και μπήκε αμέσως στο χώρο του θεάτρου.
΄Ηταν 24 ετών, όταν το 1933, εμφανίστηκε στο ρόλο του Ροσιγιόν, στην οπερέτα «Η εύθυμη χήρα» (Φραντς Λέχαρ), που ανέβασε ο θίασος Μίλλερ στην Αθήνα.
Από το 1933-1936, συμμετείχε, ως σημαντικός συνεργάτης, σε θρυλικές προπολεμικές παραστάσεις οπερέτας [«Η χώρα των κουδουνιών», «Σιγανό ποτάμι»,»Τζούλια»], κυρίως με τον θίασο του Παρασκευά Οικονόμου [μεγάλη μορφή του μουσικού θεάτρου, ασχολήθηκε με την οπερέτα,κοντά στον δάσκαλο Γιάννη Παπαϊωάννου, που τον διαδέχθηκε ως θιασάρχης, στο θέατρο «Παπαϊωάννου»].
Την εποχή αυτή, ο Στολίγκας, γνωρίστηκε και συνεργάστηκε με τον Μίμη Πλέσσα.
Το 1939, έγινε μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και άρχισε να σκέφτεται να μεταπηδήσει στην πρόζα.
Στο θέατρο εμφανιζόταν και κατά την διάρκεια της γερμανικής Κατοχής, περιοδεύοντας σ΄ολόκληρη τη χώρα.Το 1942, μάλιστα, συγκρότησε θίασο Επιθεώρησης, με τους Ν. Σταυρίδη, Αρ. Χρυσοχόου και Πόπη ΄Αλβα.
Το 1944, επέστρεψε από τις περιοδείες στην Αθήνα και συμμετείχε στην Επιθεώρηση «Μπλέ και ΄Ασπρο», στο θέατρο «Ακροπόλ», όπου και ερμήνευσε, ένα από τα σπουδαιότερα νούμερα της καριέρας του, που έμεινε θρυλικό για το θέατρο. Πρόκειται για το νούμερο «Γιούπι γιάγια» στο οποίο συμμετείχαν η Νανά Γκότση και η Κίττυ ΄Αλμα.
Το 1946, ως συνθιασάρχης (Θίασος Κ.Στολίγκα-Λέλας Σκορδούλη-Κάσση, Τάκη Κάσση-Ηρούς Χαντά), ανέβασε στο θέατρο «Απόλλων»(οδός Σταδίου), τις οπερέτες «Ο χορός της τύχης», «Θέλω να τον δω» και«Σφάλματα κοριτσιών», που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία.
Το 1948, συνεργαζόμενος με το ζεύγος Λέλα Σκορδούλη-Κάσση και Τάκη Κάσση και τις αδελφές Καλουτά, περιόδευσε στην Κύπρο και το σχήμα, γνώρισε τεράστια επιτυχία.
Το 1953, περιόδευσε με την Καλή Καλό, παίζοντας κυρίως Επιθεωρήσεις αλλά και οπερέτες, όπως : «Βαφτιστικός» και «Ροζίτα», του Θεοφρ.Σακελλαρίδη.
Την ίδια χρονιά, υπέγραψε και τη σκηνοθεσία του έργου «Είμαστε από τζάκι», του Στέφανου Φωτιάδη, που ανέβασε με δικό του θίασο, στο θερινό θέατρο «Αργυρόπουλου»(οδός Φιλελλήνων).
Το 1955, συνέπραξε με τον θίασο Καίτης Ντιριντάουα και Κ. Χατζηχρήσου, που ανέβασαν στον θέατρο «Περοκέ»(Μεταξουργείο), την Επιθεώρηση «Κόκα Κόλα». Η συμμετοχή του μάλιστα σ΄αυτή την Επιθεώρηση, θεωρήθηκε ως κορυφαία στιγμή της καριέρας του.
Το 1956, δεν δίστασε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του σε έργα κλασικού ρεπερτορίου, συμμετέχοντας στο θίασο του Νίκου Χατζίσκου, που ανέβασε το «΄Ονειρο θερινής νυκτός» του Σαίξπηρ.
Το 1958, συμμετείχε στο θίασο του Δημ. Μυράτ, που ανέβασε το έργο «Δικηγορίνα» (Λουϊ Βερνέϊγ).
Το 1961, εκτός από ηθοποιός και σκηνοθέτης, υπήρξε και εκ των συγγραφέων (με τον Ηλία Λυμπερόπουλο) της Επιθεώρησης «΄Ακου, βλέπε, σώπα», που ανέβηκε στο «Περοκέ», με μουσική Γ. Κατσαρού και χορογραφίες Βαγγ. Σειληνού.
Το 1966, σχημάτισε θίασο με τον Ν. Σταυρίδη και τον μαέστρο και συνθέτη Μενέλαο Θεοφανίδη και ανέβασαν την Επιθεώρηση «Η πεπονόφλουδα».
Το 1967, εμφανιζόμενος στην Επιθεώρηση «Γιεγιέδες και Μπουζούκια», έπαθε το πρώτο του έμφραγμα, γεγονός που τον ανάγκασε να περιορίσει τις εμφανίσεις του στο θέατρο. Παρ΄όλα αυτά και τις απαγορεύσεις των γιατρών, συνέχισε να παίζει επιλεκτικά σε παραστάσεις, μέχρι που αποσύρθηκε από την ενεργό δράση οριστικά, στα τέλη της δεκαετίας του ’70.
Η τελευταία του εμφάνιση στο θέατρο, ήταν το καλοκαίρι του 1979, που έπαιξε στην Επιθεώρηση του Νίκου Αθερινού «Κουπόνια και μονά-ζυγά» (θέατρο «Λουζιτάνια»)
Γεγονός είναι ότι, η υποκριτική του ευχέρεια και η καταπληκτική, καλλιεργημένη φωνή τενόρου που διέθετε, του επέτρεπε να εναλλάσσεται με ευκολία, παίζοντας σε οπερέτες, επιθεωρήσεις, ηθογραφίες κλπ.
Ουσιαστικά, η μεταπήδησή του από την οπερέτα στην επιθεώρηση, σήμανε μια δεύτερη καριέρα γι΄αυτόν, μέσα από την οποία ανέδειξε το ταλέντο του στην κωμωδία, απολαμβάνοντας έκτοτε και πλατειάς αναγνώρισης.
Η απήχηση που είχε στο κοινό, τον είχε κάνει ανάρπαστο, σε σημείο που οι παραγωγοί (αυτό συνέβαινε και στον κινηματογράφο), να περιμένουν να τελειώσει τις υποχρεώσεις του για να συνεργαστούν μαζί του. Αποτέλεσμα αυτού ήταν ο Στολίγκας να έχει στο ενεργητικό του εμφανίσεις σε πληθώρα παραστάσεων (αλλά και συμμετοχών σε ταινίες).
Βέβαια, όπως προειπώθηκε, η αποτίμηση του έργου του, δεν είναι εύκολο να γίνει σήμερα, που το μόνο που έχει απομείνει είναι οι εμφανίσεις του σε κινηματογραφικές ταινίες.΄Ετσι οι νέοι, δεν μπορούν να έχουν εικόνα, ενός τέτοιου βεληνεκούς καλλιτέχνη, που γνώρισε την λαϊκή αποδοχή και υπήρξε από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της νεοελληνικής Επιθεώρησης, υπηρετώντας το είδος αυτό, για 40 περίπου χρόνια, με εμφανίσεις εκ των οποίων κάποιες, χαρακτηρίστηκαν θρυλικές, όπως π.χ. όταν υποδυόταν τον Γεώργιο Παπανδρέου (ρόλο που και φυσιογνωμικά του ταίριαζε), μιμούμενος τις κινήσεις και την εκφορά του λόγου, με τέτοιο τρόπο, που έκανε το θέατρο να σείεται, ή ερμηνεύοντας νούμερα, που αποτέλεσαν σταθμό για την Επιθεώρηση, όπως τα «Δατς αμόρε» και «Ο Σταμούλης ο Λοχίας».
Στην καριέρα του, συνεργάστηκε με πολλούς ηθοποιούς (με κάποιους σχημάτισε και θιάσους), όπως τους: Νίκο Σταυρίδη, Αφές Καλουτά, Τάκη Μηλιάδη, Κώστα Χατζηχρήτο, Καίτη Ντιριντάουα, Καλή Καλό, Νίκο Χατζίσκο κ.α.
Από τις θεατρικές παραστάσεις στις οποίες συμμετείχε, επιλεκτικά αναφέρουμε τους τίτλους: «Χαρούμενες ώρες» και «Μπλέ και άσπρο» (1945), «Μ΄αγαπά δεν μ΄αγαπά» και «Δώδεκα παρά πέντε» (1940), «Πάμε πρίμα» (1950), «΄Όλα στον ανήφορο» και «Φεστιβάλ στην Αθήνα» (1951), «Βασίλισσα της νύχτας» και «Να τι θα πει Αθήνα» (1952), «΄Ομορφα κι΄ωραία» και «Το τραγούδι της Αθήνας» (1954), «Ομόνοια Πλάς» (1955), «Ζακυνθινή Σερενάτα» και «Χειμώνας στην Αθήνα: ΄Ενας ασφαλισμένος του ΙΚΑ» (1958), «Σκάνδαλα και κομπίνες» και «Γλυκειά Αθήνα» (1961), «Κάτω στον Πειραιά» (1971), «Πολύ ωραίο στυλ» (1976) κ.α.
■ ΚΙΝΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
Η κινηματογραφική του καριέρα, ξεκίνησε αμέσως μετά την απελευθέρωση από την γερμανική Κατοχή. Το 1945 εμφανίστηκε στην ταινία «Διπλή Θυσία» και το 1946, στην ταινία «Πρόσωπα λησμονιμένα».
Ουσιαστικά όμως, η κινηματογραφική του καριέρα άρχισε, το 1951, συμμετέχοντας στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Εκείνες που δεν πρέπει να αγαπούν». ΄Εκτοτε έπαιξε σε πάνω από 50 ταινίες, όπως στις: «΄Αγγελος με χειροπέδες» (1952), «Οι ουρανοί είναι δικοί μας» (1953), «Χαλιμά», «Τρεις δραπέτες του φρενοκομείου», «Οι παπατζήδες» και «Νύχτες της Αθήνας» (1954),«Τα τρία μωρά» (1955), «Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες» (1956), «Τρεις ντεντέκτιβς» και «Κατά λάθος μπαμπάς» (1957), «Αδέκαροι ερωτευμένοι», «Η φτώχεια θέλει καλοπέραση», «Κέφι, γλέντι και φιγούρα», «Μια ζωη την έχουμε» και «Χαρούμενοι αλήτες» (1958), «Ερωτικά σκάνδαλα», «Η μουσίτσα», «Μπουμπουλίνα», «Ο Γιάννος και η Παγώνα», «Οι κληρονόμοι του Καραμπουπούνα», «Περιπλανώμενοι Ιουδαίοι», «Σαν θέλει η νύφη και ο γαμπρός» και «Τρεις μάγκες στο Παρθεναγωγείο» (1959), «Κρουαζιέρα στη Ρόδο» και «Σουσουράδα» (1960), «΄Εξω οι κλέφτες», και «Ποιά είναι η Μαργαρίτα» (1961), «Βασιλιάς της γκάφας», «Η νύφη τόσκασε», «Μη βαράτε όλοι μαζί», «Ο διάβολος και η ουρά του», «Ο Μιχαλιός του 14ουσυντάγματος», «Οι άσσοι της τράκας» και «Το κορίτσι του λόχου» (1962), «Ο Ιππόλυτος και το βιολί του» (1963), «΄Ενας ζώρικος δεκανέας», «Ο ανήφορος», «Ο Εμίρης και ο κακομοίρης» και «Οι νταήδες» (1964), «Μερικές το προτιμούν χακί», «Ου κλέψεις»και «Το ρομάντζο μιας καμαριέρας» (1965), «Εισπράκτωρ 007» και «Ο Μελέτης στην ΄Αμεσο Δράση» (1966), «Ο ανακατοσούρας» (1967), «Θύμιος εναντίον Τσίτσιου» (1971), «Το ξενοδοχείο των διεφθαρμένων» (1972), «Ο φαλακρός μαθητής» και «Ταξείδι του μέλητος» (1979), «Βέγγος ο τρελλος καμικάζι» και «Ο Κώτσος και οι εξογήϊνοι» (1980).
Στις ταινίες «Χαρούμενοι αλήτες» (1958) και «Μερικές το προτιμούν χακί» (1965), έγραψε και το σενάριο.
΄Οσο μικροί και αν ήσαν οι ρόλοι που ενσάρκωσε, ήσαν πάντα χαρακτηριστικοί και ο ίδιος τους έδινε ανάστημα με το ταλέντο του, υποδυόμενος άλλοτε τον τζέντλεμαν, άλλοτε τον μικροαστό, που μηχανεύεται με πονηρία για να πετύχει τους στόχους του, άλλοτε τον άπιστο σύζυγο, κ.α., σε σημείο που οι ερμηνείες του να αποτελούν παρακαταθήκη, πολύτιμο λιθαράκι στο οικοδόμημα της ελληνικής κωμωδίας [Σίγουρα ο κινηματογράφος, δεν θα ήταν ο ιδιος, αν έλειπαν αυτοί οι μεγάλοι καρατερίστες, αυτοί οι ….δεύτεροι, που ήξεραν να γίνονται πρώτοι, στη συνείδηση του κόσμου, που τους θεωρούσε κομμάτι της ζωής του].
Η τελευταία του συμμετοχή σε κινηματογραφική ταινία, ήταν τον Νοέμβριο 1982, στην κωμωδία «Ο Παπασούζας φαντομάς», του Κώστα Καραγιάννη και ενώ η υγεία του ήταν κλονισμένη.
Στον κινηματογράφο ο Στολίγκας, συνεργάστηκε με όλους σχεδον τους ηθοποιούς «πρώτης γραμμής», όπως με τους: Μίμη Φωτόπουλο, Λάμπρο Κωνσταντάρα, ΄Αννα Καλουτά, Νίκο Ρίζο, Σπερ. Βρανά, Μάρθα Καραγιάννη, Θανάση Βέγγο, Βασίλη Διαμαντόπουλο, Βασίλη Αυλωνίτη, Χριστ. Νέζερ,Νίκο Σταυρίδη, Γεωργία Βασιλειάδου, Ρένα Βλαχοπούλου, Γιάννη Γκιωνάκη, Αλέκο Αλεξανδράκη, Σμαρούλα Γιούλη, Κώστα Χατζηχρήστο, Μάγια Μελάγια, Ορέστη Μακρή, Διονύση Παπαγιαννόπουλο, Αλίκη Βουγιουκλάκη, Ανδρέα Μπάρκουλη, Τζένη Καρέζη, Φραγκίσκο Μανέλλη, Δημήτρη Χορν, Νίκο Κούρκουλο, Ντίνο Ηλιόπουλο, Γκέλυ Μαυροπούλου, Μαρίκα Κρεβατά, Τάκη Μηλιάδη, Αντιγόνη Βαλάκου, Κώστα Βουτσα, Δ. Στυλιανοπούλου,κ.α.
■ ΤΗΕΛΕΟΡΑΣΗ
Στην τηλεόραση, εμφανίστηκε στις σειρές: «Εικοσιτετράωρο ενός παλιατζή» (ΕΙΡΤ, 1972), «Ψιλικατζίδικο ο Κόσμος» (ΕΙΡΤ, 1973, «Το παλιό το κατοστάρι (ΥΕΝΕΔ, 1974)
■ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Δυστυχώς η φωνή του, με τις σπουδαίες ερμηνείες του, στην Οπερέτα και την Επιθεώρηση, δεν έχει καταγραφεί. Ακούγεται μόνο, σε κάποια κινηματογραφικά τραγούδια και στο δίσκο του 1991 «΄Όταν οι ηθοποιοί τραγουδούν-2»
▓ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Ο Στολίγκας, δεν είχε δική του οικογένεια. Τα τελευταία χρόνια της ζωης ρου, που ειχε αποσυρθεί από την ενεργό δράση (τέλη δεκαετίας του ’70), τα πέρασε με τις δυο του αδελφές, που τον φρόντιζαν και τις φρόντιζε.
Το 1994, υπέστη νέο έμφραγμα και ακολούθησε εγκεφαλικό επεισοδιο.
Πέθανε, στις 24 Φεβρουαρίου 1984. ΄Ηταν 75 ετών.
Η κηδεία του έγινε, από το νεκροταφείο του Κόκκινου Μύλου (Φιλαδέλφεια Αττικής).
▓► Ο Στολίγκας, υπήρξε από τις εξέχουσες μορφές του μουσικού θεάτρου και της νεοελληνικής κωμωδίας. Από τα μεγάλα ταλέντα, που μπορούσαν να κρύβουν τις αδυναμίες των κειμένων που ερμήνευαν, προσθέτοντας δικές τους ατάκες, απόλυτα συντονισμένοι πάντα, με τον παλμό της Πλατείας και του Εξώστη.
Μέγιστος καρατερίστας. Υπηρέτηε την τέχνη του, με συνέπεια και πάθος, ενισχύοντας το χαμογελο, σε πραγματικά δύσκολους καιρούς και παρασύροντας στη μέθη της ελπίδας, για ένα καλύτερο αύριο.
Τον διέκριναν, ευγένεια και καλωσύνη, εξ ου και υπήρξε από τους πλέον αγαπητούς ηθοποιούς, όχι μόνο στο κοινό, αλλά και τους συναδέλφους του.
Παρά την μεγάλη καριέρα του και το γεγονός ότι στήριζε με το ηθος του, την ελληνική κωμωδία και την Επιθεώρηση, μέσα από τις ερμηνείες του, με αβίαστη αφοσίωση, ο Στολίγκας, ανήκε σ΄αυτούς τους εκλεκτούς εργάτες της Τέχνης, που η Πολιτεία ουδέποτε τους τίμησε.
Και την απάντηση σε μια Πολιτεία που δεν διακρίνει ποιούς πρέπει να τιμά και ποιους να σέβεται, διότι την σέβονται, την έδωσε σε ανύποπτο χρόνο, ο ίδιος ο Στολίγκας (ο οποίος δεν απέβλεπε βεβαίως σε τιμές, όταν στήριζε την αισιόδοξη πλευρά των πραγμάτων για έναν ολόκληρο λαό), μέσα από μία ατάκα του, από την ταινία «Ο Εμίρης και ο κακομοίρης» : «Μην ανησυχείτε…κρεμαστείτε επάνω μου…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπ' όψιν ότι:
Δεν επιτρέπονται τα Greeklish (Ελληνικά με λατινικούς χαρακτήρες).
Το σχόλιό σας θα πρέπει να είναι σχετικό με το θέμα.
Δεν επιτρέπονται οι προσωπικοί προσβλητικοί χαρακτηρισμοί.
Χρήση πολλαπλών λογαριασμών και ψευδώνυμων, που έχουν ως σκοπό να οδηγήσουν στην παραπλάνηση των συνομιλητών, δεν είναι κάτι το αποδεκτό.
Σχολιασμός με συνεχή παράθεση έτοιμων μεγάλων κειμένων («σεντόνια») άλλων ιστοσελίδων και καταιγισμό εξωτερικών συνδέσμων, δεν βοηθά στην ομαλή εξέλιξη της συζήτησης.
Με βάση τα παραπάνω, η διαχείριση διατηρεί το δικαίωμα διαγραφής, ή τροποποίησης σχολίων, που αντιβαίνουν στο περιεχόμενό τους, χωρίς καμμία άλλη προειδοποίηση και χωρίς καμμία υποχρέωση παροχής περαιτέρω εξήγησης ή διευκρίνισης. Επιπλέον, η διαχείριση διατηρεί το δικαίωμα αποκλεισμού από τις συζητήσεις, των σχολιαστών που υποτροπιάζουν.
Συνιστάται ιδιαίτερα, να σχολιάζετε αφού προηγουμένως έχετε συνδεθεί μέσω κάποιας από τις διαθέσιμες υπηρεσίες (Disqus [προτείνεται], Facebook, Twitter, Google). Έτσι, θα έχετε καλύτερο έλεγχο επί των σχολίων σας.