KOYKOYMITSA RADIO -ΠΑΤΗΣΤΕ ΤΟ PLAY

KOYKOYMITSA RADIO ΠΑΤΗΣΤΕ ΤΟ PLAY ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΕΙΣΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ aetinos99@gmail.com

Ποιός ήταν ο θρυλικός "Μπέμπης" ;ο δεξιοτέχνης του μπουζουκιού που έφυγε άδικα στα 45 του από το αλκοολ;;




Ο Δημήτρης Στεργίου, ο περιβόητος Μπέμπης, ήταν το πιο διάσημο μπουζούκι του Πειραιά τις δεκαετίες του '50 και του '60, το αντίπαλον δέος του Μανώλη Χιώτη, ο εραστής της Μπέμπα Μπλανς, ο αντίζηλος της Σωτηρίας Μπέλλου και του Τέλλυ Σαβάλα που έβλεπαν την Μπλανς να τραγουδά και έλιωναν, ο άνθρωπος που έζησε στη νύχτα και έγινε θρύλος στα μπουζουξίδικα της Αθήνας και της Νέας Υόρκης, έχοντας όμως πίσω του σημαντικές σπουδές κλασικής μουσικής, μαγεύοντας ακόμα και την Κάλλας με τους αυτοσχεδιασμούς του.

 Γεννημένος το 1927 στη γειτονιά του Αγίου Βασιλείου, στη Φρεαττύδα, σε μια ευκατάστατη για την εποχή οικογένεια -ο πατέρας του ήταν διευθυντής της εταιρείας «Γκιόλμαν», με κλασικές σπουδές στη μουσική που του είχαν εξασφαλίσει μια καλή θέση στην ορχήστρα του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά- ο Δημήτρης Στεργίου, που έμελλε να γίνει διάσημος με το ψευδώνυμο Μπέμπης, ήταν ένας αριστοκράτης-μάγκας που σπούδασε κλασική μουσική αλλά τον κέρδισε το μπουζούκι. 





Ο Δημήτρης Στεργίου, ως μαθητής ακόμα, μυείται στο μπουζούκι από έναν γέρο τυφλό Μικρασιάτη, σε ένα πανηγύρι στον Άγιο Διονύση, εκεί όπου δένουν τα πλοία της Κρήτης, στο Λιμάνι, και δεν θα το εγκαταλείψει ποτέ.

 Έχοντας χάσει τον πατέρα του νωρίς (όταν εκείνος ήταν 13 ετών, ο πατέρας του βγήκε για ψάρεμα με μια μικρή βάρκα και πνίγηκε στα ανοιχτά της Πειραϊκής), ο Μπέμπης αναγκάστηκε να δουλέψει από μικρός για να βοηθήσει την οικογένειά του, τη μητέρα και την αδερφή του. 

Στις αρχές, μέχρι να φτιάξει το όνομά του και να γίνει περιζήτητος, δούλευε το πρωί δακτυλογράφος σε ένα συμβολαιογραφείο στην πλατεία Κάνιγγος και το βράδυ έπαιζε μπουζούκι σε ταβέρνες όπως ο «Διάβολος» στη Σολωμού 44. 

Ντυμένος πάντα στην πένα, με καλοραμμένα κοστούμια και καλογυαλισμένα παπούτσια, από έφηβος παίρνει το μπουζούκι του και χτίζει μια εντυπωσιακή καριέρα που ξεκινά από τις φημισμένες ταβέρνες του Πειραιά, οι οποίες τότε είχαν ορχήστρα, και θα τον οδηγήσει στην κορυφή: στις μεγαλύτερες πίστες της Αθήνας και της Νέας Υόρκης.

 Σε αυτή τη διαδρομή, πρόσωπα γνωστά του λαϊκού τραγουδιού -ο Καζαντζίδης, η Μαρινέλλα, η Καίτη Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Σωτηρία Μπέλλου, ο Μανώλης Χιώτης, η Μαίρη Λίντα, ο Γιώργος Ζαμπέτας, η Μπέμπα Μπλανς (με την οποία ήταν τρελά ερωτευμένος), ο Αριστοτέλης Ωνάσης, η Μαρία Κάλλας, ο Τέλλυ Σαβάλας κ.ά.- μπαινοβγαίνουν στο αφηγηματικό κάδρο του Κοροβίνη, μέσα από στιγμιότυπα από τη ζωή του Μπέμπη. 

 Ο αριστοκράτης-μάγκας Ο Μπέμπης, αν και είχε πολύ μικρή δισκογραφία, έκανε μόνο 28 ηχογραφήσεις -κι αυτές με το ζόρι-, έγινε γρήγορα γνωστός για τον συναρπαστικό τρόπο με τον οποίο έπαιζε το μπουζούκι σαν τζαζίστας, κάνοντας αυτοσχεδιασμούς, παντρεύοντας την παραδοσιακή ελληνική μουσική με κλασικά έργα του Μπαχ, του Mότσαρτ και του Αλμπινιόνι, συνδυάζοντας το λαϊκό τραγούδι με βυζαντινή μουσική και τούρκικους αμανέδες, περνώντας μέσα σε λίγα μόνο λεπτά με τεράστια ευκολία από τον Τσιτσάνη και τον Βαμβακάρη, στον Μωρίς Ραβέλ και στον Μπέλα Μπάρτοκ. Το 1959, όπως έκαναν εκείνη την εποχή οι περισσότεροι μπουζουξήδες, οργανοπαίκτες, τραγουδιστές -τα λαϊκά είδωλα-, ο Μπέμπης μπαίνει σε ένα υπερωκεάνιο στον Πειραιά και σαλπάρει για την Αμερική. 

Για περιοδεία ξεκινά, αλλά μένει έξι χρόνια, παίζοντας στα μεγαλύτερα music halls της Νέας Υόρκης, κάνοντας εμφανίσεις στο τηλεοπτικό δίκτυο CBS και ηχογραφώντας τραγούδια σε μεγάλες εταιρείες που είχαν τα στούντιό τους στη 8η λεωφόρο της Νέας Υόρκης. Εκείνη την περίοδο, τραγουδώντας μαζί με τη Σεβάς Χανούμ, ξεκινάει έναν μυθικό καβγά μαζί της που έχει γράψει ιστορία. Λόγο στον λόγο, οξύθυμοι και οι δύο, διαφωνούν και σύντομα χάνουν τον έλεγχο, τόσο που ο Μπέμπης, σύμφωνα με την αφήγηση του Κοροβίνη, της φέρνει το μπουζούκι στο κεφάλι, ενώ οι θαμώνες πέφτουν στα τέσσερα για να μαζέψουν κομμάτια από το «ιερό» ξύλο του μαγικού μπουζουκιού του Μπέμπη... 

Οξύθυμος, καβγατζής, παρορμητικός και ανυπάκουος, ο Μπέμπης δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του. Έχοντας ήδη αρχίσει να εθίζεται άσχημα στο αλκοόλ, χάνει συχνά τον έλεγχο. Αργεί στις πρόβες, χάνει ηχογραφήσεις γιατί τον πήρε ο ύπνος, πηγαίνει με το ζόρι σε σημαντικές συναντήσεις που αν τις κυνηγούσε θα απογείωναν ακόμα περισσότερο την καριέρα του, σε διεθνές επίπεδο. 

Σε ένα μεθύσι του επάνω ξεχύνεται στους δρόμους, τα χαράματα, με την είσπραξη της νύχτας στην τσέπη και μέσα στις λεωφόρους του Μανχάταν αρχίζει να πετάει τα χαρτονομίσματα στον αέρα και, περνώντας από τους άστεγους, σταματά και τα μοιράζει όλα. Είναι πλέον εκτός ελέγχου. Ένα βράδυ μπαίνει η Κάλλας στο μαγαζί όπου τραγουδούσε στη Νέα Υόρκη, ο Μπέμπης σηκώνεται όρθιος, της παίζει μπουζούκι και τη μαγεύει. Ένας Παναμέζος μόδιστρος, καταξιωμένος στην Αμερική, τον ερωτεύεται και του προτείνει να αφήσει το μπουζούκι και να τον κάνει διάσημο μοντέλο. παρέλαση των χολιγουντιανών αστέρων και των επιχειρηματιών, από τον Ελία Καζάν μέχρι τον Αριστοτέλη Ωνάση, δεν έχει τελειωμό. Οι celebrities και οι jet-setters έρχονται να τον δουν, να απολαύσουν, αυτό το φαινόμενο του μπουζουκιού για το οποίο παραμιλάνε όλοι, από κοντά. Ο Τέλλυ Σαβάλας, όμως, τον εκνευρίζει άσχημα γιατί φλερτάρει απροκάλυπτα την Μπέμπα Μπλανς, που είναι το κορίτσι του.

 Ο Μπέμπης γίνεται... Τούρκος, αφηνιάζει, παίρνει το μπουζούκι και αρχίζει τις μπουζουκομαχίες με τον Σαβάλα, που κάθεται στα πρώτα τραπέζια. Τραγουδά σε έντονο ύφος ένα τραγούδι με νόημα για έναν άτιμο άνδρα που προσπαθεί να κλέψει τη γυναίκα ενός άλλου. Το λέει μία, το λέει δύο, το λέει τρεις, όλο το μαγαζί έχει παγώσει, και ο Σαβάλας σηκώνεται και φεύγει. Λίγο μετά, μέσα στο μεθύσι του, ο Μπέμπης ανακαλύπτει ότι ταυτόχρονα έχει εξαφανιστεί και η Μπέμπα Μπλανς. Η χυμώδης λαϊκή τραγουδίστρια είναι η μεγάλη καψούρα του Μπέμπη. Και όχι μόνο. Για πάρτη της, όπως αναφέρει το βιβλίο του Κοροβίνη, η Σωτηρία Μπέλλου ένα βράδυ, τυφλωμένη από τον πόθο, βουτάει ένα μπουκάλι μπύρας, το σπάσει σε ένα τραπέζι και παραλίγο να κάνει φονικό γιατί ζήλεψε που ένας τύπος συνόδευε την Μπέμπα Μπλανς στο «Φαληρικόν» στην Ηπείρου. Το άδοξο τέλος στον Πειραιά Το 1965 ο Μπέμπης επιστρέφει στην Ελλάδα. Η κατάσταση της υγείας του έχει επιδεινωθεί ραγδαία εξαιτίας του εθισμού του στο αλκοόλ. Παντρεμένος πλέον με μια άλλη γυναίκα, την Ελένη, έχει αποκτήσει δύο κόρες, αλλά δυσκολεύεται να τις θρέψει, καθώς έχει ξοδέψει όλα τα χρήματα που είχε βγάλει από τις περιοδείες. Στο βιβλίο αναφέρει ο Κοροβίνης ότι έχει ξεπέσει τόσο που δεν μπορεί πια να κρατήσει σταθερά ούτε το μπουζούκι. Τα μαγαζιά που άλλοτε τον αποθέωναν του γυρνούν την πλάτη. Στον Πειραιά, μάλιστα, τον πετυχαίνουν πεσμένο στα γόνατα να προσπαθεί να μαζέψει πεταμένες γόπες για να τις καπνίσει. Το αλκοόλ παραμένει ακόμα ο δαίμονάς του. Διαβάζουμε στη μυθιστορηματική βιογραφία του ότι ζητιανεύει για να αγοράσει καθαρό οινόπνευμα από το φαρμακείο, γιατί για ποτά δεν του φτάνουν πια τα λεφτά, και πίνει αυτό για να ξορκίσει τον δαίμονα που στο τέλος τον τρώει ζωντανό: Δαφνί, Δρομοκαΐτειο, Μαρκομιχελάκειο, Αιγινήτειο... Ο Μπέμπης μπαινοβγαίνει μάταια στα ψυχιατρεία για απεξάρτηση από το αλκοόλ, αλλά, στις 24 Δεκεμβρίου του 1972, πάνω σε μια κρίση, πεθαίνει. Μόλις 45 ετών, με μια διαδρομή πίσω του που του έδωσε άπειρες ευκαιρίες αλλά τις ξόδεψε όλες, μαζί με το σπάνιο ταλέντο του. Τις ξόδεψε στη νύχτα, στο ποτό, στον έρωτα, στο μπουζούκι, στο εφήμερο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων


Πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπ' όψιν ότι:
Δεν επιτρέπονται τα Greeklish (Ελληνικά με λατινικούς χαρακτήρες).
Το σχόλιό σας θα πρέπει να είναι σχετικό με το θέμα.
Δεν επιτρέπονται οι προσωπικοί προσβλητικοί χαρακτηρισμοί.
Χρήση πολλαπλών λογαριασμών και ψευδώνυμων, που έχουν ως σκοπό να οδηγήσουν στην παραπλάνηση των συνομιλητών, δεν είναι κάτι το αποδεκτό.
Σχολιασμός με συνεχή παράθεση έτοιμων μεγάλων κειμένων («σεντόνια») άλλων ιστοσελίδων και καταιγισμό εξωτερικών συνδέσμων, δεν βοηθά στην ομαλή εξέλιξη της συζήτησης.
Με βάση τα παραπάνω, η διαχείριση διατηρεί το δικαίωμα διαγραφής, ή τροποποίησης σχολίων, που αντιβαίνουν στο περιεχόμενό τους, χωρίς καμμία άλλη προειδοποίηση και χωρίς καμμία υποχρέωση παροχής περαιτέρω εξήγησης ή διευκρίνισης. Επιπλέον, η διαχείριση διατηρεί το δικαίωμα αποκλεισμού από τις συζητήσεις, των σχολιαστών που υποτροπιάζουν.


Συνιστάται ιδιαίτερα, να σχολιάζετε αφού προηγουμένως έχετε συνδεθεί μέσω κάποιας από τις διαθέσιμες υπηρεσίες (Disqus [προτείνεται], Facebook, Twitter, Google). Έτσι, θα έχετε καλύτερο έλεγχο επί των σχολίων σας.